Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(εἰς τὸ χάσμα

См. также в других словарях:

  • χάσμα — ατος, το, ΝΜΑ 1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π άνοιξ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ άνθη», Σολωμ. β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.) 2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • σύρριζα — Ν επίρρ. 1. από τη ρίζα, μαζί με τη ρίζα 2. μέχρι τη ρίζα, πολύ βαθιά («έκοψε τα μαλλιά του σύρριζα») 3. πολύ κοντά σε μια επιφάνεια («η κόρη εστάθη σύρριζα εις το χάσμα τού κοίλου βράχου», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ρίζα] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • συρρέω — ΝΜΑ [ρέω] 1. ρέω μαζί ή χύνομαι στο ίδιο μέρος («εἰς... τοῡ τὸ χάσμα συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», Πλάτ.) 2. (μτφ. για πλήθος ανθρώπων) προστρέχω μαζικά, τρέχω εκεί που είναι και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη στιγμή οι διαδηλωτές συρρέουν… …   Dictionary of Greek

  • φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • CHARYBDIS — gurges vorticosus in freto Siculo, versus Meridiem, iuxta litus Tauromenitanum, Scyllae oppositus, contrariis fluctuum concutsibus in miram altitudinem allurgens, statisque temporum vicibus obvia quaeque absorbens, iterumque evomens. Virg. l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»